Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδιωτικοποιούμαι, παθητική φωνή του ιδιωτικοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ιδιωτικοποιούμαι

→ δείτε τη λέξη ιδιωτικοποιώ