Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδιωτεύω < λείπει η ετυμολογία

ιδιωτεύω

  • ζω ως ιδιώτης, απομακρύνομαι από τη δημόσια ζωή, παύω να ασχολούμαι με τα δημόσια πράγματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία