Ετυμολογία

επεξεργασία
ιαίνω < λείπει η ετυμολογία

ιαίνω

  1. γιατρεύω, θεραπεύω
  2. υγιαίνω ή ιάθηκα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία