Ετυμολογία

επεξεργασία
θρουλί < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρουλί ουδέτερο

θρουλί : από το αρχαιοελληνικό θρόϊσμα = ένα από τα μικρά κομμάτάκια , από τεμαχισμό κάποιου μεγαλύτερου είδους