θρηνωδήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθρηνωδήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θρηνωδώ
- θα θρηνωδήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θρηνωδώ
θρηνωδήσουμε