θορυβήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θορυβήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θορυβώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θορυβώ
- θα θορυβήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θορυβώ