θησαυρίζεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθησαυρίζεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θησαυρίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθησαυρίζεις
- β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θησαυρίζω