Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θησαυρίζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θησαυρίζω



  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

θησαυρίζεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος θησαυρίζω