Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεότιμος < θεός + τιμάω

  Επίθετο επεξεργασία

θεότιμος, -ος, -ον

  • αυτός που έχει τιμηθεί από θεό ή θεούς, ο τετιμημένος υπό θεών