Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεόπυρος < θεός + πυρ

  Επίθετο επεξεργασία

θεόπυρος, -ος, -ον

  • αυτός που βρίσκεται σε θεϊκή εγρήγορση, ο θεόπνευστος