Ετυμολογία

επεξεργασία
θεόμορος < θεός + μόρος

  Επίθετο

επεξεργασία

θεόμορος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει ορισθεί από θεό ή θεούς
  2. ο θεόπεμπτος