Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θεσπίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεσπίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεσπίζω
  3. θα θεσπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεσπίζω