θεσπίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
θεσπίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θεσπίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεσπίζω
- θα θεσπίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεσπίζω