Ετυμολογία

επεξεργασία
θερμοδότης < θερμο- + -δότης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θερμοδότης αρσενικό

  • αυτός που φέρνει ζεστό νερό για το πλύσιμο των χεριών μετά το φαγητό