θερμοδότης
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθερμοδότης αρσενικό
- αυτός που φέρνει ζεστό νερό για το πλύσιμο των χεριών μετά το φαγητό
Πηγές
επεξεργασία- θερμοδότης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].