Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θερμοδότης < θερμο- + -δότης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θερμοδότης αρσενικό

  • αυτός που φέρνει ζεστό νερό για το πλύσιμο των χεριών μετά το φαγητό

  Πηγές επεξεργασία