Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θεραπευτείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεραπεύομαι
  2. θα θεραπευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεραπεύομαι