Ετυμολογία

επεξεργασία
θεοξενιστής < Θεοξένια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεοξενιστής αρσενικό, πληθυντικός θεοξενισταί

  • αυτός που συμμετείχε στα Θεοξένια