Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεογεννής < θεός + γέννα

  Επίθετο επεξεργασία

θεογεννής -ης, -ές

  1. ο γεννημένος από θεό, ο φερόμενος με θεία καταγωγή
  2. ο ημίθεος

Συνώνυμα επεξεργασία