Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

θεμελιώδης θεωρία θηλυκό

  • (μαθηματικά) θεωρία που προβλέπει όσα συμβαίνουν σε κάποιο τομέα χωρίς να εμπεριέχει αυθαίρετα, αναιτιολόγητα ή πειραματικά δεδομένα

Συνώνυμα επεξεργασία

  • μη αξιωματική θεωρία

Αντώνυμα επεξεργασία