θανασίμως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία =
επεξεργασία- θανασίμως < θανάσιμ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαθανασίμως
Πηγές
επεξεργασία- θανασίμως, θανάσιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.