θαμβώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαθαμβώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος θαμβώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θαμβώνομαι | θαμβωνόμουν(α) | θα θαμβώνομαι | να θαμβώνομαι | ||
β' ενικ. | θαμβώνεσαι | θαμβωνόσουν(α) | θα θαμβώνεσαι | να θαμβώνεσαι | (θαμβώνου) | |
γ' ενικ. | θαμβώνεται | θαμβωνόταν(ε) | θα θαμβώνεται | να θαμβώνεται | ||
α' πληθ. | θαμβωνόμαστε | θαμβωνόμαστε θαμβωνόμασταν |
θα θαμβωνόμαστε | να θαμβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | θαμβώνεστε | θαμβωνόσαστε θαμβωνόσασταν |
θα θαμβώνεστε | να θαμβώνεστε | (θαμβώνεστε) | |
γ' πληθ. | θαμβώνονται | θαμβώνονταν θαμβωνόντουσαν |
θα θαμβώνονται | να θαμβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | θαμβώθηκα | θα θαμβωθώ | να θαμβωθώ | θαμβωθεί | ||
β' ενικ. | θαμβώθηκες | θα θαμβωθείς | να θαμβωθείς | θαμβώσου | ||
γ' ενικ. | θαμβώθηκε | θα θαμβωθεί | να θαμβωθεί | |||
α' πληθ. | θαμβωθήκαμε | θα θαμβωθούμε | να θαμβωθούμε | |||
β' πληθ. | θαμβωθήκατε | θα θαμβωθείτε | να θαμβωθείτε | θαμβωθείτε | ||
γ' πληθ. | θαμβώθηκαν θαμβωθήκαν(ε) |
θα θαμβωθούν(ε) | να θαμβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω θαμβωθεί | είχα θαμβωθεί | θα έχω θαμβωθεί | να έχω θαμβωθεί | θαμβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις θαμβωθεί | είχες θαμβωθεί | θα έχεις θαμβωθεί | να έχεις θαμβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει θαμβωθεί | είχε θαμβωθεί | θα έχει θαμβωθεί | να έχει θαμβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε θαμβωθεί | είχαμε θαμβωθεί | θα έχουμε θαμβωθεί | να έχουμε θαμβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε θαμβωθεί | είχατε θαμβωθεί | θα έχετε θαμβωθεί | να έχετε θαμβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν θαμβωθεί | είχαν θαμβωθεί | θα έχουν θαμβωθεί | να έχουν θαμβωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία θαμβώνομαι
|