Ετυμολογία

επεξεργασία

θακέω < θᾶκος

θακέω - θακῶ ( & ιωνικός τύπος  & δωρικός τύποςθωκέω)

ἀνωτέρω θακῶν Ζεύς
ἥσυχος θακεῖ
κόραι θάκουν

Συγγενικά

επεξεργασία