Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάψινος < Θάψος

  Επίθετο επεξεργασία

θάψινος, η, ο

  • κίτρινος, στην απόχρωση της θάψου, ένα ωχρο κίτρινο