Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ησυχάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ησυχάζω
  2. θα ησυχάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ησυχάζω