Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ησυχάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ησυχάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ησυχάζω
  3. θα ησυχάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ησυχάζω