ηρωοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηρωοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ηρωοποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαηρωοποιούμαι αόρ.: ηρωοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ηρωοποιημένος
- με αναγάγουν σε ήρωα, ενώ είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος
- με αναγάγουν σε κάτι ηρωϊκό ενώ δεν είχα τέτοια στοιχεία (για καταστάσεις, ενέργειες)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηρωοποιούμαι | ηρωοποιούμουν | θα ηρωοποιούμαι | να ηρωοποιούμαι | ||
β' ενικ. | ηρωοποιείσαι | ηρωοποιούσουν | θα ηρωοποιείσαι | να ηρωοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ηρωοποιείται | ηρωοποιούνταν | θα ηρωοποιείται | να ηρωοποιείται | ||
α' πληθ. | ηρωοποιούμαστε | ηρωοποιούμασταν ηρωοποιούμαστε |
θα ηρωοποιούμαστε | να ηρωοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ηρωοποιείστε | ηρωοποιούσασταν ηρωοποιούσαστε |
θα ηρωοποιείστε | να ηρωοποιείστε | ηρωοποιείστε | |
γ' πληθ. | ηρωοποιούνται | ηρωοποιούνταν | θα ηρωοποιούνται | να ηρωοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηρωοποιήθηκα | θα ηρωοποιηθώ | να ηρωοποιηθώ | ηρωοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ηρωοποιήθηκες | θα ηρωοποιηθείς | να ηρωοποιηθείς | ηρωοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ηρωοποιήθηκε | θα ηρωοποιηθεί | να ηρωοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ηρωοποιηθήκαμε | θα ηρωοποιηθούμε | να ηρωοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ηρωοποιηθήκατε | θα ηρωοποιηθείτε | να ηρωοποιηθείτε | ηρωοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ηρωοποιήθηκαν ηρωοποιηθήκαν(ε) |
θα ηρωοποιηθούν(ε) | να ηρωοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ηρωοποιηθεί | είχα ηρωοποιηθεί | θα έχω ηρωοποιηθεί | να έχω ηρωοποιηθεί | ηρωοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ηρωοποιηθεί | είχες ηρωοποιηθεί | θα έχεις ηρωοποιηθεί | να έχεις ηρωοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ηρωοποιηθεί | είχε ηρωοποιηθεί | θα έχει ηρωοποιηθεί | να έχει ηρωοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ηρωοποιηθεί | είχαμε ηρωοποιηθεί | θα έχουμε ηρωοποιηθεί | να έχουμε ηρωοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ηρωοποιηθεί | είχατε ηρωοποιηθεί | θα έχετε ηρωοποιηθεί | να έχετε ηρωοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ηρωοποιηθεί | είχαν ηρωοποιηθεί | θα έχουν ηρωοποιηθεί | να έχουν ηρωοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηρωοποιούμαι
|