Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηρωοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ηρωοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ηρωοποιούμαι αόρ.: ηρωοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ηρωοποιημένος

  1. με αναγάγουν σε ήρωα, ενώ είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος
  2. με αναγάγουν σε κάτι ηρωϊκό ενώ δεν είχα τέτοια στοιχεία (για καταστάσεις, ενέργειες)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία