Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηλεκτριστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτρίζομαι
  2. θα ηλεκτριστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτρίζομαι