ηγεμονεύσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαηγεμονεύσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηγεμονεύω
- θα ηγεμονεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηγεμονεύω
ηγεμονεύσουν