Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ηγεμονεύσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηγεμονεύω
  2. θα ηγεμονεύσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηγεμονεύω