Ετυμολογία

επεξεργασία
ζωήρρυτος < ζωή + ῥυτός (< ῥέω) → δείτε και τη λέξη ρρ

  Επίθετο

επεξεργασία

ζωήρρυτος

  • απ' τον οποίο ρέει ζωή
    ※  Τὸν ὑπερούσιον, ὄμβρον κυήσασα, πηγὴ ζωήρρυτος, Παρθένε πέφυκας, ἀναπηγάζουσα ἡμῖν, τὸ νέκταρ τὸ ἀθάνατον, ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον, εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον, νάματα γλυκύρροα, ἐκ τῆς Κρήνης σου πάντοτε, ἐξ ὧν ἐπεντρυφῶντες βοῶμεν· Χαῖρε Πηγὴ ἡ ζωηφόρος.
    <σμαλλ>(ύμνος της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τιμήν της Παναγίας) (Χρειάζεται πηγή, στοιχεία)
    άλλες μορφές: ζωόρρυτος