Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζυγιάσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυγιάζω
  2. θα ζυγιάσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυγιάζω