Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ζοριστούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζορίζομαι
  2. θα ζοριστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζορίζομαι