ζηλοτυπήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζηλοτυπήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζηλοτυπώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζηλοτυπώ
- θα ζηλοτυπήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζηλοτυπώ