ζαζάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαζάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαζάκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ζαζαϊκή γλώσσα
Δείτε επίσης : Κατηγορία:Γλώσσα ζαζάκι |
ζαζάκι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό