ζαβλακώσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαζαβλακώσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζαβλακώνω
- θα ζαβλακώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζαβλακώνω
ζαβλακώσετε