Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εἴπωσιν

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος λέγω (ομιλώ)
  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος ἀγορεύω