Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εἰωθώς < ἔθω

  Μετοχή επεξεργασία

εἰωθώς αρσενικό, θηλυκό εἰωθυῖα, ουδέτερο εἰωθός

→ δείτε τη λέξη  ἔθω