Ετυμολογία

επεξεργασία
εἰς ἐπήκοον < → δείτε τις λέξεις εἰς και ἐπήκοον

  Έκφραση

επεξεργασία

εἰς ἐπήκοον

  • σε απόσταση ακοής, σε απόσταση που μπορεί να ακούσει ή να ακουστεί
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 3, 3.1
    καὶ καλεσάμενος τοὺς στρατηγοὺς εἰς ἐπήκοον λέγει ὧδε.
    κάλεσε τους στρατηγούς και, αφού στάθηκε σε απόσταση που να ακούεται, είπε αυτά εδώ:
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 4.5
    καὶ προσελθόντες εἰς ἐπήκοον ἠρώτων τί θέλει.
    Πήγαν λοιπόν σε τέτοια θέση ώστε να ακούονται, και τον ρώτησαν τί θέλει.:
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία