Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ευτελίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτελίζω
  2. θα ευτελίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτελίζω