ευτελίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαευτελίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευτελίζω
- θα ευτελίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευτελίζω
ευτελίσετε