Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευπορώ < αρχαία ελληνική εὐπορέω / εὐπορῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ευπορώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία