Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευθαλής < αρχαία ελληνική εὐθαλής

  Επίθετο επεξεργασία

ευθαλής

  1. που θάλλει, που χαρακτηρίζεται από υγεία, ζωτική δύναμη, ανάπτυξη
  2. που ακμάζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία