Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ευδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ευδιάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευδιάζω
  3. θα ευδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευδιάζω