Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

ευαποδείκτως (el)

  • με εύκολα-ευκόλως αποδεικνυόμενο τρόπο ή για κάτι εύκολο στο να αποδειχθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία