Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ερωτευτούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ερωτεύομαι
  2. θα ερωτευτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ερωτεύομαι