Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερευνώμαι, παθητική φωνή του ερευνώ

  Ρήμα επεξεργασία

ερευνώμαι

→ δείτε τη λέξη ερευνώ