επιχειρηματολογήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιχειρηματολογήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιχειρηματολογώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχειρηματολογώ
- θα επιχειρηματολογήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχειρηματολογώ