επιτελέσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επιτελέσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιτελώ
- θα επιτελέσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιτελώ
επιτελέσετε