επισκοτίσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπισκοτίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκοτίζω
- θα επισκοτίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκοτίζω