επισκεφτούν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
επισκεφτούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισκέπτομαι
- θα επισκεφτούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισκέπτομαι