επισείσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπισείσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επισείω
- θα επισείσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επισείω
επισείσουμε