επιμέτρηση ποινής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιμέτρηση ποινής < → δείτε τις λέξεις επιμέτρηση και ποινή
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
επιμέτρηση ποινής θηλυκό
- (νομικός όρος): η ευχέρεια που παρέχεται στον δικαστή να καθορίζει την ποινή μεταξύ ανωτάτης και κατωτάτης.
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιμέτρηση ποινής
|