επικοινωνήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικοινωνήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικοινωνώ
- θα επικοινωνήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικοινωνώ
επικοινωνήσω