επιδράσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιδράσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος επιδρώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδρώ
- θα επιδράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδρώ